- γαλακταγωγός
- -όουσία ή φάρμακο που έχει την ιδιότητα να προκαλεί, να ευνοεί ή να αυξάνει την έκκριση γάλακτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γαλακτογόνος — ο 1. (για αδένες) αυτός που εκκρίνει γάλα 2. (για ουσίες ή φάρμακα) ο γαλακταγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + γόνος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη] … Dictionary of Greek
γαλακτοφόρος — ο (AM γαλακτοφόρος, ον) 1. (για μητέρα ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει γάλα 2. (για ουσίες ή τροφές) ο γαλακταγωγός νεοελλ. 1. το ουδ. εν. ως ουσ. α) γαλακτοφόρο, το κύτταρο ή σύμπλεγμα κυττάρων που συνδέονται μεταξύ τους και περιέχουν… … Dictionary of Greek